- ἀπέρριψα
- ἀπέρρῑψα , ἀπορρίπτωthrow awayaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιπαράγω — ἀντιπαράγω (Α) 1. παραθέτω, παρουσιάζω κάτι αντί άλλου που απέρριψα 2. οδηγώ στράτευμα εναντίον κάποιου 3. προχωρώ για να συναντήσω τον εχθρό 4. βαδίζω παράλληλα σε κάτι ή γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα … Dictionary of Greek
απορρίπτω — απορρίπτω, απέρριψα (σπάν. απόρριψα) βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής